ξερός


ξερός
Προφορά

Ετυμολογία
ξερός αρχαία ελληνική ξηρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξερός -ή, -ό

✦ ο χωρίς υγρασία, στεγνός
✦ ο χωρίς χυμούς ή χωρίς ικμάδα
✦ ο χωρίς βλάστηση, αποψιλωμένος
(μτφ. ) άχαρος, ανιαρός
✦ απότομος, ψυχρός
✦ (για πρόσ.) άκαμπτος, αναίσθητος
✦ φρ. ξερό κεφάλι, πεισματάρης, ξεροκέφαλος — ξερό κορμί, μόνος, χωρίς οικογένεια

Συνώνυμα

Αντίθετα
χλωρός, νωπός
Επιρρήματα
ξερά (βλ. λ.)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.