ξερόλα


ξερόλα
Προφορά

Ετυμολογία
ξερόλα └φρ┘(τα) ξέρει όλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξερόλα

✦ θηλ. ξερόλα (αργκό) αυτός που τα ξέρει όλα, που εκφράζει άποψη για καθετί, που παριστάνει τον έξυπνο και τον παντογνώστη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.