ξεροψήνω


ξεροψήνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεροψήνω ξερός + ψήνω

Ερμηνεία
ρήμα ξεροψήνω

✦ ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό
(μτφ. ) κατατυραννώ: την ξεροψήνει τη δόλια τη γυναίκα του

Συνώνυμα
τσιτσιρίζω
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.