ξεροκόμματο
Προφορά
Ετυμολογία
ξεροκόμματο ξερός + κομμάτι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξεροκόμματο
✦ κομμάτι ξερού ψωμιού
✦ (στον πληθ.) τα υπολειπόμενα μετά το γεύμα, τα περισσεύματα του τραπεζιού
✦ (μτφ. ) ελάχιστη αμοιβή: δουλεύει για ένα ξεροκόμματο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–