ξεροκόκαλο
Προφορά
Ετυμολογία
ξεροκόκαλο ξερός + κόκαλο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξεροκόκαλο
✦ κόκαλο χωρίς καθόλου κρέας από μαγειρεμένο σφάγιο: γλείφουνε με ηδονή το ξεροκόκαλο που τους έριξε (Οδ. Ελύτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–