ξεροκατάπιμα


ξεροκατάπιμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξεροκατάπιμα ξεροκαταπίνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξεροκατάπιμα

✦ κατάποση του σάλιου
(μτφ. ) το να βρίσκεται κάποιος σε αμηχανία ή αδυναμία να αντιδράσει

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.