ξερνώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξερνώ μεσαιωνική ελληνική ξερνῶ, από το ἐξέρασα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐξερῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξερνώ -άς, -ά
✦ κάνω εμετό
✦ (μτφ. ) ομολογώ: στην ανάκριση τα ξέρασε όλα
✦ (για τη θάλασσα) βγάζω στην ξηρά, εκβράζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–