ξεριζώνω


ξεριζώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεριζώνω ἐξερρίζωσα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκριζῶ

Ερμηνεία
ρήμα ξεριζώνω

✦ βγάζω ένα φυτό με τις ρίζες του: και μανιασμένος ο θρακιάς ξερίζωνε τα δέντρα (Κ. Βάρναλης)
✦ (κ. για μαλλιά) τραβώ τα μαλλιά ώστε να βγουν οι τρίχες από τη ρίζα τους: τραβάν και ξεριζώνουν τα μαλλιά τους (Άγγ. Σικελιανός)
(μτφ. ) αφανίζω ολοκληρωτικά
✦ ξεριζώνομαι, εκπατρίζομαι βίαια ή υπό συνθήκες πιεστικές

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.