ξεριζωμένος


ξεριζωμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ξεριζωμένος ξεριζώνω

Ερμηνεία
ξεριζωμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο βίαια εκπατρισμένος: οι ξεριζωμένοι Έλληνες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.