ξεπετώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξεπετώ ξε- + πετώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεπετώ -άς, -ά
✦ κάνω κάτι να πετάξει προς τα πάνω: το δεντράκι ξεπέταξε καινούρια κλωνάρια
✦ (μτφ. ) αποτελειώνω, διεκπεραιώνω σε σύντομο διάστημα: για πότε την ξεπέταξε, τόση δουλειά, το θηρίο!
✦ κάνω έρωτα βιαστικά
✦ (μέσ.) ξεπετιέμαι κ. ξεπετάγομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά ή προβάλλω με αυθάδεια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–