ξεπατώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεπατώνω ξε- + πατώνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεπατώνω
✦ βγάζω τον πάτο, τον πυθμένα δοχείου
✦ αφαιρώ το δάπεδο
✦ (μτφ. ) κουράζω υπερβολικά, εξαντλώ: ξεπατώθηκε στη δουλειά (βλ. κ. ξεκωλώνω)
✦ καταστρέφω, ξεκληρίζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–