ξεπαγιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεπαγιάζω ξε- + πάγος
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεπαγιάζω
✦ κρυώνω υπερβολικά, παθαίνω ψύξη: ξεπάγιασε όλη τη νύχτα στο δρόμο
✦ (μτβ.) κάνω κάποιον να κρυώσει πολύ: κλείσε την πόρτα, μας ξεπάγιασες
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–