ξεπέταγμα


ξεπέταγμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξεπέταγμα ξεπετώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξεπέταγμα

✦ ξαφνική εμφάνιση ή ανάπτυξη
(μτφ. ) ενηλικίωση, χειραφέτηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.