ξεπάτωμα


ξεπάτωμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξεπάτωμα ξεπατώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξεπάτωμα

✦ η αφαίρεση του πάτου, του πυθμένα
(μτφ. ) ταλαιπωρία
✦ καταστροφή, ξεκλήρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.