ξενύχτισσα


ξενύχτισσα
Προφορά

Ετυμολογία
ξενύχτισσα ξενύχτι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξενύχτισσα

✦ θηλ. ξενύχτισσα που έχει τη συνήθεια να ξενυχτά, νυχτόβιος: ξενύχτης εγύρισα μες στα σοκάκια σου (Ζ. Παπαντωνίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.