ξενυχτώ


ξενυχτώ
Προφορά

Ετυμολογία
ξενυχτώ ξε- + νύχτα

Ερμηνεία
ξενυχτώ

✦ κ. ξενυχτώ, -άς, -ά ρ. (ξενύχτ-ισα κ. -ησα, -ισμένος) περνώ τη νύχτα άγρυπνος, διανυκτερεύω
✦ (ειδ.) διασκεδάζω τις μεταμεσονύκτιες ώρες
✦ δουλεύω ως το πρωί
✦ (μτβ.) κρατώ άλλον άγρυπνο: μας ξενύχτισε με τη φλυαρία του
✦ αγρυπνώ πλάι σε ετοιμοθάνατο: μια βδομάδα τον ξενυχτούσανε τα παιδιά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.