ξενοτροπισμός


ξενοτροπισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ξενοτροπισμός ξένος + τρέπω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξενοτροπισμός

✦ φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται έλξη ενός παρασίτου προς ορισμένο οργανισμό, όργανο ή κύτταρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.