ξενορεξία
Προφορά
Ετυμολογία
ξενορεξία ξένος + όρεξις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ξενορεξία
✦ (ιατρ.) διαστροφή της όρεξης που εκδηλώνεται με τη λήψη ορισμένων ουσιών που δεν τρώγονται (σαπούνι, χώμα, χαρτιά κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–