ξενορεξία


ξενορεξία
Προφορά

Ετυμολογία
ξενορεξία ξένος + όρεξις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξενορεξία

(ιατρ.) διαστροφή της όρεξης που εκδηλώνεται με τη λήψη ορισμένων ουσιών που δεν τρώγονται (σαπούνι, χώμα, χαρτιά κτλ.)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.