ξενομερίτικος


ξενομερίτικος
Προφορά

Ετυμολογία
ξενομερίτικος ξενομερίτης

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξενομερίτικος -η, -ο

✦ ο καταγόμενος από ξένον τόπο: ζήτησε από τον γεροντότερο να του απαριθμήσει όλες τις οικογένειες, ξενομερίτικες ή ντόπιες (Ρέα Γαλανάκη)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.