ξενομερίτης
Προφορά
Ετυμολογία
ξενομερίτης ξένος + μέρος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ξενομερίτης
✦ θηλ. ξενομερίτισσα ο καταγόμενος από ξένον τόπο: ήρθαν οι πρόσφυγες… ετούτοι οι ξενομερίτες ήταν ήμεροι άνθρωποι (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ντόπιος
Επιρρήματα
–