ξενοδούλι
Προφορά
Ετυμολογία
ξενοδούλι ξενοδουλεύω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ξενοδούλι
✦ εργασία στην υπηρεσία άλλου: μεροδούλι ξενοδούλι (Κ. Βάρναλης)
✦ (κ. ως επίρρ.): το αγόρι αλώνιζε ξενοδούλι στου γειτόνου (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–