ξενοδουλεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ξενοδουλεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ξενοδουλεύω.mp3Ετυμολογίαξενοδουλεύω ξένος + δουλεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ ξενοδουλεύω ✦ εργάζομαι στην υπηρεσία άλλου, ιδ. σε περιστασιακές δουλειές, με μεροκάματο: ξενοδουλεύει για ν’ αναστήσει τα παιδιά της Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–