ξενοδουλεύω


ξενοδουλεύω
Προφορά

Ετυμολογία
ξενοδουλεύω ξένος + δουλεύω

Ερμηνεία
ρήμα ξενοδουλεύω

✦ εργάζομαι στην υπηρεσία άλλου, ιδ. σε περιστασιακές δουλειές, με μεροκάματο: ξενοδουλεύει για ν’ αναστήσει τα παιδιά της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.