ξενογλωσσία


ξενογλωσσία
Προφορά

Ετυμολογία
ξενογλωσσία ξενόγλωσσος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξενογλωσσία

✦ φαινόμενο κατά το οποίο άτομα υστερικά ή μέντιουμ ομιλούν, σε κατάσταση υπνώσεως, ξένη, άγνωστη σ’ αυτούς γλώσσα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.