ξενιτεύομαι
Προφορά
Ετυμολογία
ξενιτεύομαι μεσαιωνική ελληνική ξενιτεύομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξενιτεύομαι
✦ πηγαίνω να ζήσω σε ξένη χώρα, μεταναστεύω, αποδημώ: ξενιτεύτηκε μακριά, πήγε για χρυσάφι, «θα γυρίσει», γράφει (Ναπ. Λαπαθιώτης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–