ξενιτεμένος


ξενιτεμένος
Προφορά

Ετυμολογία
ξενιτεμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος ξενιτεύομαι

Ερμηνεία
ξενιτεμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ο απόδημος, πρόσωπο που ζει στην ξενιτιά μακριά από την πατρίδα του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.