ξενικός
Προφορά
Ετυμολογία
ξενικός αρχαία ελληνική ξενικός
Ερμηνεία
ξενικός
✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο των ξένων, ο σχετικός με καθετί ξένο, ο προερχόμενος από την αλλοδαπή: ξενικές συνήθειες – επιδράσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ξενικά (Κ ξενικώς)