ξενίζω


ξενίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξενίζω αρχαία ελληνική ξενίζω

Ερμηνεία
ρήμα ξενίζω

(μτφ. ) υποδέχομαι και περιποιούμαι ξένο, φιλοξενώ
✦ (αμτβ.) προκαλώ έκπληξη, παραξενεύω: μη σε ξενίζουν όλες αυτές οι ασυνέπειες, έτσι είναι οι άνθρωποι
✦ (μέσ.) ξενίζομαι, εκπλήσσομαι, παραξενεύομαι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.