ξενέρωτος


ξενέρωτος
Προφορά

Ετυμολογία
ξενέρωτος ξενερώνω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξενέρωτος -η, -ο

✦ που συνήλθε από μεθύσι, ξεμέθυστος
✦ (μτφ. αργκό) ανιαρός, πληκτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
πιωμένος, μεθυσμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.