ξεμωραίνω


ξεμωραίνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεμωραίνω ἐξεμώρανα, αόρ. του μεσαιωνική ελληνική ἐκμωραίνω

Ερμηνεία
ρήμα ξεμωραίνω

✦ κάνω κάποιον μωρό, ανόητο: σε ξεμώραναν τα χρόνια (Άγγ. Σικελιανός)
✦ (μέσ.) ξεμωραίνομαι, γίνομαι ανόητος, οι πράξεις μου δεν είναι λογικές, λέγω και πράττω ανοήτως: ξεμωράθηκε εντελώς, στα ογδόντα του θέλει να παντρευτεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.