ξεμυτίζω


ξεμυτίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεμυτίζω ξε- + μύτη

Ερμηνεία
ξεμυτίζω

✦ κ. ξεμυτώ ρ. (ξεμύτ-ισα, -ισμένος) εμφανίζομαι, προβάλλω ξαφνικά ή διστακτικά: ψυχή δεν τολμούσε να ξεμυτίσει (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.