ξεμυαλιστής


ξεμυαλιστής
Προφορά

Ετυμολογία
ξεμυαλιστής ξεμυαλίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξεμυαλιστής

✦ θηλ. ξεμυαλίστρα αυτός που παρασύρει σε πράξεις αντίθετες στη λογική και την ηθική, ξελογιαστής, πλάνος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.