ξεμπουκάρω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεμπουκάρω ξε- + μπουκάρω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεμπουκάρω
✦ (για υγρό ή αέριο) βγαίνω από σήραγγα ή τρύπα
✦ (για πρόσ.) εμφανίζομαι απρόοπτα, ξαφνικά: ξεμπουκάρισε μπροστά τους, φορτωμένος ένα κοφίνι (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–