ξεμπερδεύω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεμπερδεύω ξε- + μπερδεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεμπερδεύω
✦ διαχωρίζω πράγματα μπερδεμένα
✦ (μτφ. ) εξομαλύνω, ξεκαθαρίζω
✦ (αμτβ.) απαλλάσσομαι από φροντίδες ή από περίπλοκες, ενοχλητικές καταστάσεις: αδύνατο να ξεμπερδέψεις με τους μαστόρους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–