ξελογιάστρα


ξελογιάστρα
Προφορά

Ετυμολογία
ξελογιάστρα ξελογιάζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξελογιάστρα

✦ θηλ. ξελογιάστρα αυτός που ξελογιάζει, πλάνος, εκμαυλιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.