ξεκώλωμα


ξεκώλωμα
Προφορά

Ετυμολογία
ξεκώλωμα ξεκωλώνω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ξεκώλωμα

(μτφ. ) υπερβολική σωματική κόπωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.