ξεκόφτω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεκόφτω ἐξέκοψα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκκόπτω
Ερμηνεία
ξεκόφτω
✦ κ. ξεκόφτω ρ. (ξέκ-οψα, -όφτηκα κ. -όπηκα, -ομμένος) αποσπώ, απομακρύνω κάποιον από ένα σύνολο ή περιβάλλον
✦ αρνιέμαι απερίφραστα: του το ξέκοψαν οι γονιοί του, δεν έχει άλλες τραβηχτικές
✦ (αμτβ.) απέχω, απομακρύνομαι: είναι καιρός που ξέκοψε από τη συντροφιά μας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–