ξεκωλώνω


ξεκωλώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεκωλώνω ξε- + κώλος

Ερμηνεία
ρήμα ξεκωλώνω

(μτφ. ) κατακουράζω: ξεκωλώθηκε ν’ ανεβάζει πέτρες σ’ εκείνη την κακοτοπιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.