ξεκουραστικός


ξεκουραστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ξεκουραστικός ξεκούραστος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ξεκουραστικός -ή, -ό

✦ που βοηθάει στην ξεκούραση, αναπαυτικός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.