ξεκουράζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply ξεκουράζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/ξεκουράζω.mp3Ετυμολογίαξεκουράζω ξε- + κουράζω Ερμηνεία└ρήμα┘ ξεκουράζω ✦ απαλλάσσω κάποιον από την κόπωση ✦ ξεκουράζομαι, βρίσκω σωματική ή ψυχική ανάπαυση, αναπαύομαι Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–