ξεκολλημός


ξεκολλημός
Προφορά

Ετυμολογία
ξεκολλημός ξεκολλώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ξεκολλημός

✦ απομάκρυνση, αποχή: ο μικρός δεν έχει ξεκολλημό από το παιχνίδι (δεν εννοεί να το αφήσει)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.