ξεκληρίζω


ξεκληρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξεκληρίζω μεσαιωνική ελληνική ξεκληρίζω

Ερμηνεία
ρήμα ξεκληρίζω

✦ αφανίζω την κλήρα, τη γενιά κάποιου: ολόκληρη φαμίλια ξεκληρίστηκε από τις αμάχες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.