ξεκινώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξεκινώ εξεκίνησα, αόρ. του εκκινώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεκινώ -άς, -ά
✦ αναχωρώ: ξεκινήσαμε χαράματα – για να ξοφλήσω παλιό τάμα, ξεκίνησα προσκυνητής (Ι. Γρυπάρης)
✦ αρχίζω: ξεκινήσανε μια δουλειά, μα την αφήσανε στη μέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
φτάνω ,τελειώνω
Επιρρήματα
–