ξεκάνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεκάνω ἐξέκαμον, αόρ. του αρχαίου ελληνικού ἐκκάμνω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεκάνω
✦ εκποιώ, ξεπουλώ: ξέκανε ό,τι είχε και δεν είχε
✦ (μτφ. ) σκοτώνω, εξοντώνω: βάλθηκε να τον ξεκάνει για εκδίκηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–