ξεγυμνώνω
Προφορά
Ετυμολογία
ξεγυμνώνω ἐξεγύμνωσα, αόρ. του μεταγενέστερη ελληνική ἐκγυμνῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξεγυμνώνω
✦ αφαιρώ τα ρούχα, γδύνω
✦ ληστεύω, απογυμνώνω
✦ (μτφ. ) αποκαλύπτω τις επαίσχυντες αδυναμίες κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–