ξαφνικός
Προφορά
Ετυμολογία
ξαφνικός εξαφνικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ξαφνικός -ή, -ό
✦ αναπάντεχος, αιφνίδιος: ξαφνική βροχή – ήρθες εσύ… όραμα θείο και ξαφνικό (Κ. Βάρναλης)
✦ αιφνιδιαστικός: στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα (Οδ. Ελύτης)
✦ ουδ. το ξαφνικό ως ουσ., απρόβλεπτο περιστατικό, ιδ. δυσάρεστο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ξαφνικά:ο Θεός φωτάει το νου μας ξαφνικά και μας κεντρίζει (Άγγ. Σικελιανός)