ξασπρίζω


ξασπρίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ξασπρίζω ξε- επιτατ. + ασπρίζω

Ερμηνεία
ρήμα ξασπρίζω

✦ ασπρίζω κάτι, λευκαίνω
✦ αποχρωματίζω, κάνω κάτι να ξεθωριάσει
✦ (αμτβ.) γίνομαι λευκός, ξεθωριάζω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.