ξανθός


ξανθός
Προφορά

Ετυμολογία
ξανθός αρχαία ελληνική ξανθός

Ερμηνεία
ξανθός

✦ -ή κ. -ιά, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) που έχει το χρώμα του ώριμου σταχυού, χρυσοκίτρινος: και από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου (Γ. Βιζυηνός) – το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου (Οδ. Ελύτης)
✦ ξανθομάλλης: έλα στο κεφάλι το ξανθό να σου βάλω τ’ όμορφο στεφάνι (Κ. Χατζόπουλος)

Συνώνυμα

Αντίθετα
μελαχρινός
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.