ξανθοκυανωπία


ξανθοκυανωπία
Προφορά

Ετυμολογία
ξανθοκυανωπία ξανθός + κυανούς + ορώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ξανθοκυανωπία

(ιατρ.) ανωμαλία της οράσεως που χαρακτηρίζεται από αδυναμία διάκρισης του κίτρινου και του γαλάζιου χρώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.