ξαμολώ
Προφορά
Ετυμολογία
ξαμολώ ξε- + αμολώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ξαμολώ -άς, -ά
✦ εξαπολύω
✦ (μέσ.) ξαμολιέμαι κ. ξαμολιούμαι, ορμώ, ξεκινώ με βιασύνη: μετά την απόλυση ξαμολιούνταν τα παιδιά στα περίγυρα του χωριού (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–