ξαμολάω


ξαμολάω
Προφορά

Ετυμολογία
ξαμολάω └ιταλ┘(am)mollare

Ερμηνεία
ξαμολάω

✦ -άς, -ά κ. ξαμολάω ρ. (αμόλ-ησα, -ήθηκα, -ημένος) απολύω, αποδεσμεύω, αφήνω ελεύθερο
✦ (μέσ.) αμολιέμαι, ορμώ, τρέχω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.